- λαμπαδηφόρος
- λαμπᾰδη-φόρος, ὁ,A torch-bearer, A.Ag.312, Ar.Fr.442, IG22. 1250, 2.965b28: -οι, title of play by Philetaerus; but also, candelabra, JRS18.162 (Jerash, iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπαδηφόρος — torch bearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρος — ο (AM λαμπαδηφόρος) αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηφορία μσν. ο λαμπαδάριος αρχ. 1. κηροπήγιο 2. στον πληθ. οί λαμπαδηφόροι τίτλος θεατρικού έργου τού Φιλεταίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + φόρος (< φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
λαμπαδηφόρος — ο αυτός που συμμετέχει σε λαμπαδηφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπαδηφόρε — λαμπαδηφόρος torch bearer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόροι — λαμπαδηφόρος torch bearer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόροις — λαμπαδηφόρος torch bearer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρον — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρου — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρους — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρων — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek